Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀλλὰ γάρ

См. также в других словарях:

  • γαρ — γὰρ (σύνδ.) (AM) 1. επειδή 2. βέβαια 3. λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • ου γαρ αλλά — οὐ γὰρ ἀλλά (Α) ελλειπτική φράση που χρησιμοποιείται για έκφραση άρνησης με προσθήκη και τής αιτιολογίας της («οὐ γὰρ ἀλλ ὑπερβάλλει τάδε», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • MASSAGETAE — populi Sarmatiae Europaeae iuxta Euxinum mare, qui Alani, quasi graves Getae, Massa enim apud Scythas grave significat, teste Isidorô. Ultra mare Caspium, Orientem versus, trans Araxem eos ponit Dionysius v. 739. Τοὺς δὲ μετ᾿ ἀντολίην δὲ, πέρην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • 399 v. Chr. — Portal Geschichte | Portal Biografien | Aktuelle Ereignisse | Jahreskalender ◄ | 5. Jahrhundert v. Chr. | 4. Jahrhundert v. Chr. | 3. Jahrhundert v. Chr. | ► ◄ | 410er v. Chr. | 400er v. Chr. | 390er v. Chr. | 380er v. Chr. |… …   Deutsch Wikipedia

  • προδίδωμι — ΜΑ 1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.) 2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.) 3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι...… …   Dictionary of Greek

  • συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… …   Dictionary of Greek

  • συννεφής — ές, ΜΑ 1. σκεπασμένος με σύννεφα, συννεφιασμένος (α. «καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτῆς συννεφὴς δρόσῳ», ΠΔ β. «ἐν ταῑς συννεφέσι νυξί», Πολ.) 2. (για πρόσ.) κατηφής, σκυθρωπός («ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω τόνδε δεῡρο συννεφῆ πρὸς δόμους στείχοντα», Ευρ.).… …   Dictionary of Greek

  • τρισάρνητος — ον, Μ αυτός που είναι αρνητής τών πάντων, που τηρεί τελείως αρνητική στάση σε όλα («εὑρίσκονται οἱ εἰκονομάχοι οὐκ ἀρνησίχριστοι μόνον, ἀλλὰ γὰρ καὶ τρισάρνητοι», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ἀρνοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԷ — ( ) NBH 1 0038 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c մջ. ԱՂԷ՛ δή, ἁλλά, γάρ, πλήν, εἶα nunc ergo, enim, eja, ἅγε, φέρε age, agedum ... Հա՛պա. օ՛ն. բայց արդ. ե՛կ. ա՛ծ. բե՛ր. *Մատհրամանոյն (մակբայ). աղէ՛, թո՛ղ, ա՛ծ, ե՛կ, բե՛ր: *Աղէ՛… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՏԻ 2 — ( ) NBH 2 0873 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 12c, 13c մջ. ՏԻ՛. Աղէ՛. հա՛պա. տի՛ր. քե՛զ ասեմ. տէ՛, տէ՛հ, տեյինտի. յն. տի՛. *Սպառնականն (մակբայ) տի՛ր. տի՛. Թր. քեր.: *Տի՛ (կամ տի՛ր) կա՛ց մնա՛ ինձ. Երզն. քեր.: (Իսկ Սարգ. յհ. ՟Թ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»